ὥριμος

ὥριμος
ὥρῐμ-ος, ον (also α, ον Leg.Gort., v. infr.),
A = ὡραῖος, ripe,

καρπός Arist.Fr.571

; ὡρίμη κριθή Sch.Ar.Eq.1233, Eust.1446.29
; βότρυες, opp. ὄμφακες, AP9.316 (Leon.);

ὀπώρα D.S.17.67

: timely, in season, of fish, Nicom.Com.1.21: c. inf.,

τοῦ ὑπάρχοντός μοι κλήρου . . ὡρίμου σπαρῆναι PTeb.54.7

(i B. C.);

καιρὸς ὡριμώτατος εἴς τι Gp.9.9.7

.
2 marriageable, fem.

ὡρίμα Leg.Gort.8.39

.
3 τὸ ὥριμον bloom,

σευ τὸ ὥ. τέφρη κάψει Herod.1.38

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὥριμος — ripe masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ώριμος — η, ο / ὥριμος, ίμη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. γούρμος, η, ο, Ν, και τ. θηλ. ὡρίμα και ὥριμος Α (για καρπούς) αυτός που έφτασε σε πλήρη ανάπτυξη και είναι κατάλληλος για συλλογή και κατανάλωση νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) i) αυτός που βρίσκεται στην …   Dictionary of Greek

  • ώριμος — η, ο 1. σχετικά με καρπούς, γινωμένος, γουρμασμένος: Τα σύκα είναι ώριμα· (μτφ.) πεπειραμένος: Είναι ώριμος επιστήμονας. 2. σχετικά με ανθρώπους, αυτός που βρίσκεται στην ακμή της ηλικίας του, ο ενήλικος: Είναι πια ώριμος άντρας. 3. φρ., «ώριμη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὡριμώτερον — ὥριμος ripe masc acc comp sg ὥριμος ripe neut nom/voc/acc comp sg ὥριμος ripe adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡριμώτατον — ὥριμος ripe masc acc superl sg ὥριμος ripe neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡρίμως — ὥριμος ripe adverbial ὥριμος ripe masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὥριμον — ὥριμος ripe masc/fem acc sg ὥριμος ripe neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡριμώτερα — ὥριμος ripe neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡρίμοις — ὥριμος ripe masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡρίμου — ὥριμος ripe masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡρίμους — ὥριμος ripe masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”